διεκρέω

διεκρέω
(Μ διεκρέω) [εκρέω]
εκρέω, χύνομαι μέσα από κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διεκρέω — flow out pres subj act 1st sg (epic doric ionic aeolic) διεκρέω flow out pres ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεκρέει — διεκρέω flow out pres ind mp 2nd sg (epic ionic) διεκρέω flow out pres ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέκρουν — διεκρέω flow out imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) διεκρέω flow out imperf ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέκρους — ο (Α διέκρους και διέκροος) [διεκρέω] νεοελλ. 1. διεκροή* 2. διεκρευστήρας* αρχ. δίοδος για να διαφεύγουν ρεύματα …   Dictionary of Greek

  • διεκρευστήρας — ο [διεκρέω] (για δεξαμενή, βυτίο κ.λπ.) σωλήνας με στρόφιγγα απ όπου τρέχει νερό, κρασί κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • διεκροή — η [διεκρέω] διαρροή, διαφυγή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”